πλιατσικολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλιατσικολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλιατσικολόγος αρσενικό
- αυτός που κάνει πλιάτσικο, που εκμεταλλεύεται έκρυθμες καταστάσεις για να λεηλατήσει ξένες περιουσίες