Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλιατσικολόγος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πλιατσικολόγ
ος
οι
πλιατσικολόγ
οι
γενική
του
πλιατσικολόγ
ου
των
πλιατσικολόγ
ων
αιτιατική
τον
πλιατσικολόγ
ο
τους
πλιατσικολόγ
ους
κλητική
πλιατσικολόγ
ε
πλιατσικολόγ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλιατσικολόγος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλιατσικολόγος
αρσενικό
αυτός που κάνει
πλιάτσικο
, που εκμεταλλεύεται έκρυθμες καταστάσεις για να λεηλατήσει ξένες περιουσίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλιατσικολόγος
αγγλικά
:
looter
(en)
γαλλικά
:
pillard
(fr)
,
casseur
(fr)
γερμανικά
:
Plünderer
(de)
τουρκικά
:
yağmacı
(tr)