ενικός         πληθυντικός  
plagiaire plagiaires

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

plagiaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που κλέβει τα έργα άλλων συγγραφέων
  2. (ειδικότερα) λογοκλόπος

Συγγενικά

επεξεργασία