roulottier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | roulottier | roulottiers |
θηλυκό | roulottière | roulottières |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαroulottier (fr)
- κλέφτης σταθμευμένων οχημάτων
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | roulottier | roulottiers |
θηλυκό | roulottière | roulottières |
roulottier (fr)