κλειτοριδεκτομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλειτοριδεκτομή < κλειτορίδα + εκτομή
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλειτοριδεκτομή θηλυκό
- η αποκοπή και αφαίρεση της κλειτορίδας κοριτσιών (ή τμήματός της), με αρνητικές συνέπειες τόσο για την υγεία όσο και για τη σεξουαλική ζωή
- Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών με την υπ' αριθμ. 419/2014 απόφασή του ανέστειλε προσωρινά την επαναπροώθηση Κενυάτισσας και των τριών ανήλικων παιδιών της, καθώς διατρέχει τον κίνδυνο να υποστεί στην Κένυα ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων (κλειτοριδεκτομή), αλλά και να βασανιστούν τα παιδιά της. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κλειτορίδα, εκτομή και τέμνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλειτοριδεκτομή