Δείτε επίσης: κληρωτίδα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλειτορίδα οι κλειτορίδες
      γενική της κλειτορίδας των κλειτορίδων
    αιτιατική την κλειτορίδα τις κλειτορίδες
     κλητική κλειτορίδα κλειτορίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλειτορίδα < αρχαία ελληνική κλειτορίς, υποκοριστικό του κλειτύς < κλίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱley- (κλίνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kli.toˈɾi.ða/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλειτορίδα θηλυκό

  • (ανατομία) το μικρό στυτικό όργανο στο άνω μέρος του γυναικείου αιδοίου. Στην ανατομία και φυσιολογία του είναι το γυναικείο ανάλογο του ανδρικού πέους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία