κλειτοριδισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλειτοριδισμός < κλειτορίδ(α) + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλειτοριδισμός αρσενικό
- (ιατρική) στύση της κλειτορίδας που οφείλεται σε παθολογικά αίτια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλειτοριδισμός
|