Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλειδομανταλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κλειδομανταλωμέν
ος
η
κλειδομανταλωμέν
η
το
κλειδομανταλωμέν
ο
γενική
του
κλειδομανταλωμέν
ου
της
κλειδομανταλωμέν
ης
του
κλειδομανταλωμέν
ου
αιτιατική
τον
κλειδομανταλωμέν
ο
την
κλειδομανταλωμέν
η
το
κλειδομανταλωμέν
ο
κλητική
κλειδομανταλωμέν
ε
κλειδομανταλωμέν
η
κλειδομανταλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κλειδομανταλωμέν
οι
οι
κλειδομανταλωμέν
ες
τα
κλειδομανταλωμέν
α
γενική
των
κλειδομανταλωμέν
ων
των
κλειδομανταλωμέν
ων
των
κλειδομανταλωμέν
ων
αιτιατική
τους
κλειδομανταλωμέν
ους
τις
κλειδομανταλωμέν
ες
τα
κλειδομανταλωμέν
α
κλητική
κλειδομανταλωμέν
οι
κλειδομανταλωμέν
ες
κλειδομανταλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κλειδομανταλωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κλειδομανταλώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλειδομανταλωμένος