κλαστόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
*κλαστοθρῐχ- κλαστοτρῐχ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | κλαστόθριξ | οἱ/αἱ | κλαστότριχες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | κλαστότριχος | τῶν | κλαστοτρίχων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | κλαστότριχῐ | τοῖς/ταῖς | κλαστότριξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | κλαστότριχᾰ | τοὺς/τὰς | κλαστότριχᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κλαστόθριξ | κλαστότριχες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλαστότριχε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κλαστοτρίχοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλαστόθριξ (ελληνιστική κοινή) < κλαστ(ός) + -ό- + -θριξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλαστόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- (ελληνιστική κοινή , σε πάπυρο) πιθανόν: κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης (3ος αιώνας κε, ⌘PPetr. 3p.15 The Flinders Petrie Papyri)
- ※ (περιγραφή αγοριού στην επιστολή P.Cair.Zen. I 59076, που στέλνει κάποιος Τουβίας σε αξιωματούχο λεγόμενο Απολλώνιο στις 13 Μαΐου 257 π.Χ. [1])
- Αὒδομος ὡς (ἔτους) ι
- μελανόφθαλμος
- κλαστόθριξ
- ἔσσιμος πρόστομος
- οὐλὴ παρʼ ὀφρὺν δεξιὰν
- περιτετμημένος
Πηγές
επεξεργασία- κλαστόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.