κιτρόμηλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κιτρόμηλο < μεσαιωνική ελληνική κίτρο + μήλο < λατινικά citrus (εσπεριδοειδή) + μήλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουδέτερο κιτρόμηλο (κυπριακά)
- το νεράντζι, είδος εσπεριδοειδούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία κιτρόμηλο
|