κηρόπλαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κηρόπλαστος < αρχαία ελληνική κηρόπλαστος (κηρ(ός) + -ό- + -πλαστος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ciˈɾo.pla.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐ρό‐πλα‐στος
Επίθετο επεξεργασία
κηρόπλαστος, -η, -ο [1]
- ο φτιαγμένος από κερί
Μεταφράσεις επεξεργασία
κηρόπλαστος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κηρόπλαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ κηρόπλαστος | τὸ κηρόπλαστον | οἱ, αἱ κηρόπλαστοι | τὰ κηρόπλαστα |
Γενική | τοῦ, τῆς κηροπλάστου | τοῦ κηροπλάστου | τῶν κηροπλάστων | τῶν κηροπλάστων |
Δοτική | τῷ, τῇ κηροπλάστῳ | τῷ κηροπλάστῳ | τοῖς, ταῖς κηροπλάστοις | τοῖς κηροπλάστοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν κηρόπλαστον | τὸ κηρόπλαστον | τοὺς, τὰς κηροπλάστους | τὰ κηρόπλαστα |
Κλητική | κηρόπλαστε | κηρόπλαστον | κηρόπλαστοι | κηρόπλαστα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κηροπλάστω | |||
Γενική-Δοτική | κηροπλάστοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κηρόπλαστος, -ος, -ον
- που έχει πλαστεί με κερί
Πηγές επεξεργασία
- κηρόπλαστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κηρόπλαστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- κηρόπλαστος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.