κηπεύσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κηπεύσιμος < ελληνιστική κοινή κηπεύσιμος < αρχαία ελληνική κηπεύω < κῆπος
Επίθετο
επεξεργασίακηπεύσιμος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κηπεύσιμος
|
κηπεύσιμος
|