Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κηπευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κηπευμέν
ος
η
κηπευμέν
η
το
κηπευμέν
ο
γενική
του
κηπευμέν
ου
της
κηπευμέν
ης
του
κηπευμέν
ου
αιτιατική
τον
κηπευμέν
ο
την
κηπευμέν
η
το
κηπευμέν
ο
κλητική
κηπευμέν
ε
κηπευμέν
η
κηπευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κηπευμέν
οι
οι
κηπευμέν
ες
τα
κηπευμέν
α
γενική
των
κηπευμέν
ων
των
κηπευμέν
ων
των
κηπευμέν
ων
αιτιατική
τους
κηπευμέν
ους
τις
κηπευμέν
ες
τα
κηπευμέν
α
κλητική
κηπευμέν
οι
κηπευμέν
ες
κηπευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κηπευμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κηπεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κηπευμένος