κεφαλαιοποιηθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κεφαλαιοποιηθείς & κεφαλαιοποιηθέντας |
η | κεφαλαιοποιηθείσα | το | κεφαλαιοποιηθέν |
γενική | του | κεφαλαιοποιηθέντος & κεφαλαιοποιηθέντα |
της | κεφαλαιοποιηθείσας & κεφαλαιοποιηθείσης* |
του | κεφαλαιοποιηθέντος |
αιτιατική | τον | κεφαλαιοποιηθέντα | την | κεφαλαιοποιηθείσα | το | κεφαλαιοποιηθέν |
κλητική | κεφαλαιοποιηθείς & κεφαλαιοποιηθέντα |
κεφαλαιοποιηθείσα | κεφαλαιοποιηθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κεφαλαιοποιηθέντες | οι | κεφαλαιοποιηθείσες | τα | κεφαλαιοποιηθέντα |
γενική | των | κεφαλαιοποιηθέντων | των | κεφαλαιοποιηθεισών | των | κεφαλαιοποιηθέντων |
αιτιατική | τους | κεφαλαιοποιηθέντες | τις | κεφαλαιοποιηθείσες | τα | κεφαλαιοποιηθέντα |
κλητική | κεφαλαιοποιηθέντες | κεφαλαιοποιηθείσες | κεφαλαιοποιηθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίακεφαλαιοποιηθείς
- μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος κεφαλαιοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεφαλαιοποιηθείς
|