Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεραυνωμένος η κεραυνωμένη το κεραυνωμένο
      γενική του κεραυνωμένου της κεραυνωμένης του κεραυνωμένου
    αιτιατική τον κεραυνωμένο την κεραυνωμένη το κεραυνωμένο
     κλητική κεραυνωμένε κεραυνωμένη κεραυνωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεραυνωμένοι οι κεραυνωμένες τα κεραυνωμένα
      γενική των κεραυνωμένων των κεραυνωμένων των κεραυνωμένων
    αιτιατική τους κεραυνωμένους τις κεραυνωμένες τα κεραυνωμένα
     κλητική κεραυνωμένοι κεραυνωμένες κεραυνωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

κεραυνωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία