κεραυνομαντεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεραυνομαντεία < κεραυν(ός) + -ο- + -μαντεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεραυνομαντεία θηλυκό
- προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος βασιζόμενη στη μελέτη των κεραυνών, την έντασή τους και τη συχνότητά τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεραυνομαντεία