κερατίδιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κερατίδιον | τὰ | κερατίδια | ||||
γενική | τοῦ | κερατιδίου | τῶν | κερατιδίων | ||||
δοτική | τῷ | κερατιδίῳ | τοῖς | κερατιδίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | κερατίδιον | τὰ | κερατίδια | ||||
κλητική ὦ! | κερατίδιον | κερατίδια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κερατίδιον < αρχαία ελληνική κεράτ(ιον) (< κέρας, κερατ- + υποκοριστικό -ιον) + -ίδιον (κατά δεύτερο υποκορισμό)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈti.ði.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐τί‐δι‐ον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακερατίδιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) υποκοριστικό του κεράτιον, κερατίδιο, το κερατάκι
- ※ Κεράτια (Siliqua) καρπὸς δερματώδης, συντεθλιμμένος, πλήρης ἀπὸ σάρκα μεταξὺ τῆς ὁποίας εὐρίσκονται τὰ σπέρματα· τὸ μῆκος μεῖζον τοῦ πλάτους). Ἐὰν τὸ πλάτος τοῦ καρποῦ εἶναι ἴσον σχεδὸν μὲ τὸ μῆκος του καλεῖται τότε κερατίδιον (Silicula).
- Ξάβερ Λάντερερ, Εγχειρίδιον της βοτανικής, Εν Αθήναις: Εκ της τυπογραφίας Κ. Αντωνιάδου, 1845, σελ. 40
- ※ Κεράτια (Siliqua) καρπὸς δερματώδης, συντεθλιμμένος, πλήρης ἀπὸ σάρκα μεταξὺ τῆς ὁποίας εὐρίσκονται τὰ σπέρματα· τὸ μῆκος μεῖζον τοῦ πλάτους). Ἐὰν τὸ πλάτος τοῦ καρποῦ εἶναι ἴσον σχεδὸν μὲ τὸ μῆκος του καλεῖται τότε κερατίδιον (Silicula).
Δείτε επίσης
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κέρατο (κοινή νεοελληνική)