καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κερατίδιον τὰ κερατίδια
      γενική τοῦ κερατιδίου τῶν κερατιδίων
      δοτική τῷ κερατιδί τοῖς κερατιδίοις
    αιτιατική τὸ κερατίδιον τὰ κερατίδια
     κλητική ! κερατίδιον κερατίδια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κερατίδιον < αρχαία ελληνική κεράτ(ιον) (< κέρας, κερατ- + υποκοριστικό -ιον) + -ίδιον (κατά δεύτερο υποκορισμό)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ce.ɾaˈti.ði.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ρα‐τί‐δι‐ον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κερατίδιον ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία