Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καύκαλο τα καύκαλα
      γενική του καύκαλου των καύκαλων
    αιτιατική το καύκαλο τα καύκαλα
     κλητική καύκαλο καύκαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καύκαλο < από το μεταγενέστερο καύκαλον < αρχαία ελληνική καῦκος (κύπελλο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καύκαλο ουδέτερο

  1. το κεφάλι, το κρανίο
    ... (ο ουρανός) μας τσιγάριζε το καύκαλο... (Συννεφιάζει, Μ. Λουντέμης)
  2. το όστρακο, το καβούκι της χελώνας
  3. (λαϊκότροπο) το τμήμα που έχει σκληρύνει σε μια πληγή
  4. (λαϊκότροπο) η πόσθη

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία