καύκαλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καύκαλο | τα | καύκαλα |
γενική | του | καύκαλου | των | καύκαλων |
αιτιατική | το | καύκαλο | τα | καύκαλα |
κλητική | καύκαλο | καύκαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαύκαλο ουδέτερο
- το κεφάλι, το κρανίο
- ... (ο ουρανός) μας τσιγάριζε το καύκαλο... (Συννεφιάζει, Μ. Λουντέμης)
- το όστρακο, το καβούκι της χελώνας
- (λαϊκότροπο) το τμήμα που έχει σκληρύνει σε μια πληγή
- (λαϊκότροπο) η πόσθη