καυκί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καυκί | τα | καυκιά |
γενική | του | καυκιού | των | καυκιών |
αιτιατική | το | καυκί | τα | καυκιά |
κλητική | καυκί | καυκιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καυκί < μεσαιωνική ελληνική κουκί / καυκίον < ελληνιστική κοινή καυκίον < καῦκος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαυκί ουδέτερο
- (ιδιωματικό) κούπα
- άλλες μορφές: καύκα
- (ιδιωματικό) καύκαλο