καφεϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καφεϊκός | η | καφεϊκή | το | καφεϊκό |
γενική | του | καφεϊκού | της | καφεϊκής | του | καφεϊκού |
αιτιατική | τον | καφεϊκό | την | καφεϊκή | το | καφεϊκό |
κλητική | καφεϊκέ | καφεϊκή | καφεϊκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καφεϊκοί | οι | καφεϊκές | τα | καφεϊκά |
γενική | των | καφεϊκών | των | καφεϊκών | των | καφεϊκών |
αιτιατική | τους | καφεϊκούς | τις | καφεϊκές | τα | καφεϊκά |
κλητική | καφεϊκοί | καφεϊκές | καφεϊκά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακαφεϊκός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καφές
Μεταφράσεις
επεξεργασία καφεϊκός
|