Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατσαρωτός η κατσαρωτή το κατσαρωτό
      γενική του κατσαρωτού της κατσαρωτής του κατσαρωτού
    αιτιατική τον κατσαρωτό την κατσαρωτή το κατσαρωτό
     κλητική κατσαρωτέ κατσαρωτή κατσαρωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατσαρωτοί οι κατσαρωτές τα κατσαρωτά
      γενική των κατσαρωτών των κατσαρωτών των κατσαρωτών
    αιτιατική τους κατσαρωτούς τις κατσαρωτές τα κατσαρωτά
     κλητική κατσαρωτοί κατσαρωτές κατσαρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατσαρωτός < κατσαρώνω + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

κατσαρωτός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία