Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταυλισμένος η καταυλισμένη το καταυλισμένο
      γενική του καταυλισμένου της καταυλισμένης του καταυλισμένου
    αιτιατική τον καταυλισμένο την καταυλισμένη το καταυλισμένο
     κλητική καταυλισμένε καταυλισμένη καταυλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταυλισμένοι οι καταυλισμένες τα καταυλισμένα
      γενική των καταυλισμένων των καταυλισμένων των καταυλισμένων
    αιτιατική τους καταυλισμένους τις καταυλισμένες τα καταυλισμένα
     κλητική καταυλισμένοι καταυλισμένες καταυλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

καταυλισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία