Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταυλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταυλισμέν
ος
η
καταυλισμέν
η
το
καταυλισμέν
ο
γενική
του
καταυλισμέν
ου
της
καταυλισμέν
ης
του
καταυλισμέν
ου
αιτιατική
τον
καταυλισμέν
ο
την
καταυλισμέν
η
το
καταυλισμέν
ο
κλητική
καταυλισμέν
ε
καταυλισμέν
η
καταυλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταυλισμέν
οι
οι
καταυλισμέν
ες
τα
καταυλισμέν
α
γενική
των
καταυλισμέν
ων
των
καταυλισμέν
ων
των
καταυλισμέν
ων
αιτιατική
τους
καταυλισμέν
ους
τις
καταυλισμέν
ες
τα
καταυλισμέν
α
κλητική
καταυλισμέν
οι
καταυλισμέν
ες
καταυλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταυλισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταυλίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταυλισμένος