Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταριανός η καταριανή το καταριανό
      γενική του καταριανού της καταριανής του καταριανού
    αιτιατική τον καταριανό την καταριανή το καταριανό
     κλητική καταριανέ καταριανή καταριανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταριανοί οι καταριανές τα καταριανά
      γενική των καταριανών των καταριανών των καταριανών
    αιτιατική τους καταριανούς τις καταριανές τα καταριανά
     κλητική καταριανοί καταριανές καταριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταριανός < Κατάρ + -ιανός

  Επίθετο επεξεργασία

καταριανός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία