Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταπολεμημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταπολεμημέν
ος
η
καταπολεμημέν
η
το
καταπολεμημέν
ο
γενική
του
καταπολεμημέν
ου
της
καταπολεμημέν
ης
του
καταπολεμημέν
ου
αιτιατική
τον
καταπολεμημέν
ο
την
καταπολεμημέν
η
το
καταπολεμημέν
ο
κλητική
καταπολεμημέν
ε
καταπολεμημέν
η
καταπολεμημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταπολεμημέν
οι
οι
καταπολεμημέν
ες
τα
καταπολεμημέν
α
γενική
των
καταπολεμημέν
ων
των
καταπολεμημέν
ων
των
καταπολεμημέν
ων
αιτιατική
τους
καταπολεμημέν
ους
τις
καταπολεμημέν
ες
τα
καταπολεμημέν
α
κλητική
καταπολεμημέν
οι
καταπολεμημέν
ες
καταπολεμημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταπολεμημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταπολεμώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταπολεμημένος