Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατακιτρινισμένος η κατακιτρινισμένη το κατακιτρινισμένο
      γενική του κατακιτρινισμένου της κατακιτρινισμένης του κατακιτρινισμένου
    αιτιατική τον κατακιτρινισμένο την κατακιτρινισμένη το κατακιτρινισμένο
     κλητική κατακιτρινισμένε κατακιτρινισμένη κατακιτρινισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατακιτρινισμένοι οι κατακιτρινισμένες τα κατακιτρινισμένα
      γενική των κατακιτρινισμένων των κατακιτρινισμένων των κατακιτρινισμένων
    αιτιατική τους κατακιτρινισμένους τις κατακιτρινισμένες τα κατακιτρινισμένα
     κλητική κατακιτρινισμένοι κατακιτρινισμένες κατακιτρινισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

κατακιτρινισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία