καταθρηνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταθρηνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική catathrenia < αρχαία ελληνική κατά + θρῆνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταθρηνία θηλυκό
- (ιατρική) σπάνια υπνική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από μονότονο, ακανόνιστο εκπνευστικό στεναγμό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Catathrenia στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταθρηνία