καταβολισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταβολισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: < αρχαία ελληνική καταβολή < καταβάλω < κατά + βάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταβολισμός αρσενικό
- (βιοχημεία) η λειτουργία εκείνη του οργανισμού στην οποία οι πολύπλοκες ουσίες που προσλαμβάνει μετατρέπονται σε απλούστερες, προκειμένου να απελευθερωθεί ενέργεια. Αποτελεί τύπο μεταβολισμού.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταβολισμός