↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταβολισμός οι καταβολισμοί
      γενική του καταβολισμού των καταβολισμών
    αιτιατική τον καταβολισμό τους καταβολισμούς
     κλητική καταβολισμέ καταβολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταβολισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: < αρχαία ελληνική καταβολή < καταβάλω < κατά + βάλλω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταβολισμός αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία