Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταβολίζω < αγγλική catabolize + -ίζω < αρχαία ελληνική καταβολή < καταβάλω < κατά + βάλλω

  Ρήμα επεξεργασία

καταβολίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία