αναβολίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβολίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίααναβολίζω
- (νεολογισμός) παρέχω αναβολικά, ντοπάρω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναβολίζω | αναβόλιζα | θα αναβολίζω | να αναβολίζω | αναβολίζοντας | |
β' ενικ. | αναβολίζεις | αναβόλιζες | θα αναβολίζεις | να αναβολίζεις | αναβόλιζε | |
γ' ενικ. | αναβολίζει | αναβόλιζε | θα αναβολίζει | να αναβολίζει | ||
α' πληθ. | αναβολίζουμε | αναβολίζαμε | θα αναβολίζουμε | να αναβολίζουμε | ||
β' πληθ. | αναβολίζετε | αναβολίζατε | θα αναβολίζετε | να αναβολίζετε | αναβολίζετε | |
γ' πληθ. | αναβολίζουν(ε) | αναβόλιζαν αναβολίζαν(ε) |
θα αναβολίζουν(ε) | να αναβολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναβόλισα | θα αναβολίσω | να αναβολίσω | αναβολίσει | ||
β' ενικ. | αναβόλισες | θα αναβολίσεις | να αναβολίσεις | αναβόλισε | ||
γ' ενικ. | αναβόλισε | θα αναβολίσει | να αναβολίσει | |||
α' πληθ. | αναβολίσαμε | θα αναβολίσουμε | να αναβολίσουμε | |||
β' πληθ. | αναβολίσατε | θα αναβολίσετε | να αναβολίσετε | αναβολίστε | ||
γ' πληθ. | αναβόλισαν αναβολίσαν(ε) |
θα αναβολίσουν(ε) | να αναβολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναβολίσει | είχα αναβολίσει | θα έχω αναβολίσει | να έχω αναβολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναβολίσει | είχες αναβολίσει | θα έχεις αναβολίσει | να έχεις αναβολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναβολίσει | είχε αναβολίσει | θα έχει αναβολίσει | να έχει αναβολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναβολίσει | είχαμε αναβολίσει | θα έχουμε αναβολίσει | να έχουμε αναβολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναβολίσει | είχατε αναβολίσει | θα έχετε αναβολίσει | να έχετε αναβολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναβολίσει | είχαν αναβολίσει | θα έχουν αναβολίσει | να έχουν αναβολίσει |
|