Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κασουάριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κασουάρι
ο
τα
κασουάρι
α
γενική
του
κασουάρι
ου
των
κασουάρι
ων
αιτιατική
το
κασουάρι
ο
τα
κασουάρι
α
κλητική
κασουάρι
ο
κασουάρι
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κασουάριο
<
αγγλική
kasuari
<
μαλαϊκή
kasuari
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κασουάριο
ουδέτερο
(
πτηνό
)
είδος
στρουθοκάμηλου
Άλλες μορφές
επεξεργασία
καζοάριος
καζουάριος
Συγγενικά
επεξεργασία
καζουαρίνα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Καζουάριος
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κασουάριο
αγγλικά
:
cassowary
(en)
γαλλικά
:
casoar
(fr)
μαλαϊκά
:
kasuari
(ms)