καζουαρίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καζουαρίνα < (λόγιο δάνειο) αγγλική casuarina < μαλαϊκή kasuari (κασουάριο, καζοάριος, είδος στρουθοκάμηλου)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαζουαρίνα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- casuarina στην αγγλική Βικιπαίδεια