ενικός         πληθυντικός  
casoar casoars

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

casoar (fr) αρσενικό

  1. (πτηνό) είδος πουλιού, το κασουάριο
  2. (Γαλλία) λοφίο του πηλήκιου των φοιτητών της σχολής Saint Cyr