πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρτελοθήκη οι καρτελοθήκες
      γενική της καρτελοθήκης των καρτελοθηκών
    αιτιατική την καρτελοθήκη τις καρτελοθήκες
     κλητική καρτελοθήκη καρτελοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καρτελοθήκη σε βιβλιοθήκη.

Ετυμολογία

επεξεργασία
καρτελοθήκη < καρτέλ(α) + -ο- + -θήκη
ΔΦΑ : /kaɾ.te.loˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρτελοθήκη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρτελοθήκη θηλυκό

  1. θήκη για καρτέλες
      Αγόρασα ειδική καρτελοθήκη για τις βιβλιογραφικές μου σημειώσεις.
  2. (ειδικότερα) έπιπλο με συρτάρια για καρτέλες

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία