Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρτοθήκη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
καρτοθήκ
η
οι
καρτοθήκ
ες
γενική
της
καρτοθήκ
ης
των
καρτοθηκ
ών
αιτιατική
την
καρτοθήκ
η
τις
καρτοθήκ
ες
κλητική
καρτοθήκ
η
καρτοθήκ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρτοθήκη
<
κάρτ(α)
+
-ο-
+
-θήκη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρτοθήκη
θηλυκό
θήκη
για
κάρτες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρτοθήκη