↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρμπολάχανο τα καρμπολάχανα
      γενική του καρμπολάχανου των καρμπολάχανων
    αιτιατική το καρμπολάχανο τα καρμπολάχανα
     κλητική καρμπολάχανο καρμπολάχανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρμπολάχανο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρμπολάχανο < *κραμπολάχανο με μετάθεση του [r][1] < αρχαία ελληνική κράμβ(η) + -ο- + λάχανον (λάχανο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρμπολάχανο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία