καρδιωγμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καρδιωγμός | οἱ | καρδιωγμοί |
γενική | τοῦ | καρδιωγμοῦ | τῶν | καρδιωγμῶν |
δοτική | τῷ | καρδιωγμῷ | τοῖς | καρδιωγμοῖς |
αιτιατική | τὸν | καρδιωγμόν | τοὺς | καρδιωγμούς |
κλητική ὦ! | καρδιωγμέ | καρδιωγμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρδιωγμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καρδιωγμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαρδιωγμός, -οῦ αρσενικό
- (ιατρική) πόνος στο στομάχι, στομαχόπονος, καούρα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί , (Aphorismi), 4.65, @scaife.perseus
- Ἐν τοῖσι πυρετοῖσι περὶ τὴν κοιλίην καῦμα ἰσχυρὸν καὶ καρδιωγμὸς, κακόν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Προγνωστικόν, (Prognosticon), Chapter 24, p.182, @scaife.perseus
- Ὅστις δ ἂν ἐν πυρετῷ μὴ θανατώδει φῇ τὴν κεφαλὴν ἀλγέειν, ἢ καὶ ὀρφνῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν φαίνεσθαι, ἢ καρδιωγμὸς τουτέῳ προσγένηται, χολώδης ἔμετος παρέσται·
- ≈ συνώνυμα: καρδιαλγία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί , (Aphorismi), 4.65, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- καρδιωγμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.