↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καρδιωγμός οἱ καρδιωγμοί
      γενική τοῦ καρδιωγμοῦ τῶν καρδιωγμῶν
      δοτική τῷ καρδιωγμ τοῖς καρδιωγμοῖς
    αιτιατική τὸν καρδιωγμόν τοὺς καρδιωγμούς
     κλητική ! καρδιωγμέ καρδιωγμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καρδιωγμώ
γεν-δοτ τοῖν  καρδιωγμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρδιωγμός < καρδιώσσω ή καρδιώττω (έχω στομαχόπονο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρδιωγμός, -οῦ αρσενικό