καρδιοθωρακοχειρουργικός

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρδιοθωρακοχειρουργικός η καρδιοθωρακοχειρουργική το καρδιοθωρακοχειρουργικό
      γενική του καρδιοθωρακοχειρουργικού της καρδιοθωρακοχειρουργικής του καρδιοθωρακοχειρουργικού
    αιτιατική τον καρδιοθωρακοχειρουργικό την καρδιοθωρακοχειρουργική το καρδιοθωρακοχειρουργικό
     κλητική καρδιοθωρακοχειρουργικέ καρδιοθωρακοχειρουργική καρδιοθωρακοχειρουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρδιοθωρακοχειρουργικοί οι καρδιοθωρακοχειρουργικές τα καρδιοθωρακοχειρουργικά
      γενική των καρδιοθωρακοχειρουργικών των καρδιοθωρακοχειρουργικών των καρδιοθωρακοχειρουργικών
    αιτιατική τους καρδιοθωρακοχειρουργικούς τις καρδιοθωρακοχειρουργικές τα καρδιοθωρακοχειρουργικά
     κλητική καρδιοθωρακοχειρουργικοί καρδιοθωρακοχειρουργικές καρδιοθωρακοχειρουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρδιοθωρακοχειρουργικός < καρδιοθωρακοχειρουργός + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

καρδιοθωρακοχειρουργικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία