καραβανσεράι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καραβανσεράι | τα | καραβανσεράγια |
γενική | του | καραβανσεραγιού | των | καραβανσεραγιών |
αιτιατική | το | καραβανσεράι | τα | καραβανσεράγια |
κλητική | καραβανσεράι | καραβανσεράγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καραβανσεράι < τουρκική karavanseray[1] < περσική کاروانسرای (kârvânserây)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καραβανσεράι ουδέτερο
- πανδοχείο στο οποίο σταματούσαν οι έμποροι των καραβανιών για ξεκούραση και ασφάλεια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καραβανσεράι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καραβανσεράι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας