↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραβανσεράι τα καραβανσεράγια
      γενική του καραβανσεραγιού των καραβανσεραγιών
    αιτιατική το καραβανσεράι τα καραβανσεράγια
     κλητική καραβανσεράι καραβανσεράγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καραβανσεράι < τουρκική karavanseray[1] < περσική کاروانسرای (kârvânserây)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καραβανσεράι ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία