Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραβανσαράι τα καραβανσαράγια
      γενική του καραβανσαραγιού των καραβανσαραγιών
    αιτιατική το καραβανσαράι τα καραβανσαράγια
     κλητική καραβανσαράι καραβανσαράγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραβανσαράι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kervansaray[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾa.van.saˈra.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρα‐βαν‐σα‐ρά‐ι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καραβανσαράι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία