καπριτσιόζικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπριτσιόζικος < καπριτσιόζος + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίακαπριτσιόζικος
- που έχει σχέση με καπριτσιόζο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- καπριτσιόζικα
- → δείτε τη λέξη καπρίτσιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπριτσιόζικος
|