καπιταλίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπιταλίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική capitalista < λατινική capitalis < caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *káput
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.pi.taˈli.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πι‐τα‐λί‐στας
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπιταλίστας αρσενικό
- (ειρωνικό) άλλη μορφή του καπιταλιστής
- (ειρωνικό) πάμπλουτος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καπιταλισμός και caput
Μεταφράσεις επεξεργασία
καπιταλίστας
|