καπαμάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καπαμάς | οι | καπαμάδες |
γενική | του | καπαμά | των | καπαμάδων |
αιτιατική | τον | καπαμά | τους | καπαμάδες |
κλητική | καπαμά | καπαμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kapama + -ς
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπαμάς αρσενικό
- τεχνική μαγειρικής με βάση αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας, με ντομάτες και καρυκεύματα
- το φαγητό που παρασκευάζεται με αυτόν τον τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καπαμάς
|