καντεμιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καντεμιά | οι | καντεμιές |
γενική | της | καντεμιάς | των | καντεμιών |
αιτιατική | την | καντεμιά | τις | καντεμιές |
κλητική | καντεμιά | καντεμιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καντεμιά < γκαντέμης + -ιά < τουρκική kadem (=καλή τύχη) < περσική قدم (qadam) < αραβική قدم (qadam)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαντεμιά θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του γκαντεμιά