Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κανονιοβολημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κανονιοβολημέν
ος
η
κανονιοβολημέν
η
το
κανονιοβολημέν
ο
γενική
του
κανονιοβολημέν
ου
της
κανονιοβολημέν
ης
του
κανονιοβολημέν
ου
αιτιατική
τον
κανονιοβολημέν
ο
την
κανονιοβολημέν
η
το
κανονιοβολημέν
ο
κλητική
κανονιοβολημέν
ε
κανονιοβολημέν
η
κανονιοβολημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κανονιοβολημέν
οι
οι
κανονιοβολημέν
ες
τα
κανονιοβολημέν
α
γενική
των
κανονιοβολημέν
ων
των
κανονιοβολημέν
ων
των
κανονιοβολημέν
ων
αιτιατική
τους
κανονιοβολημέν
ους
τις
κανονιοβολημέν
ες
τα
κανονιοβολημέν
α
κλητική
κανονιοβολημέν
οι
κανονιοβολημέν
ες
κανονιοβολημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κανονιοβολημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κανονιοβολώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κανονιοβολημένος