καμπαγών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καμπαγών | οἱ | καμπαγῶνες | ||||
γενική | τοῦ | καμπαγῶνος | τῶν | καμπαγώνων | ||||
δοτική | τῷ | καμπαγῶνῐ | τοῖς | καμπαγῶσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | καμπαγῶνᾰ | τοὺς | καμπαγῶνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | καμπαγών | καμπαγῶνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καμπαγῶνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καμπαγώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καμπαγών < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική campagus
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμπαγών αρσενικό
- (όψιμη ελληνιστική κοινή) καμπάγι, είδος (στρατιωτικού) ρωμαϊκού ή βυζαντινού ξώφτερνου επίσημου/βασιλικού υποδήματος
- IG22.1120 (Edict.Diocl.)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καμπαγών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.