ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καμπαγών οἱ καμπαγῶνες
      γενική τοῦ καμπαγῶνος τῶν καμπαγώνων
      δοτική τῷ καμπαγῶν τοῖς καμπαγῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν καμπαγῶν τοὺς καμπαγῶνᾰς
     κλητική ! καμπαγών καμπαγῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καμπαγῶνε
γεν-δοτ τοῖν  καμπαγώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καμπαγών < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική campagus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καμπαγών αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία