καμπάγιον
Ετυμολογία
επεξεργασία- καμπάγιον < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική campagus + -ιον[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμπάγιον ουδέτερο
- (υπόδηση) είδος (στρατιωτικού) ρωμαϊκού ή βυζαντινού ξώφτερνου υποδήματος
- ※ ἐφόρεσεν στιχάριν διβητήσιν αὐρόκλαβον καὶ ζωνάριν καὶ τουβία καὶ καμπάγια βασιλικὰ (Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος, 423, 3)
- (υπόδηση) είδος υποδήματος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- ελληνιστική κοινή: καμπαγών (αρσενικό)
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καμπάγιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)