Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμινιώτικος η καμινιώτικη το καμινιώτικο
      γενική του καμινιώτικου της καμινιώτικης του καμινιώτικου
    αιτιατική τον καμινιώτικο την καμινιώτικη το καμινιώτικο
     κλητική καμινιώτικε καμινιώτικη καμινιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμινιώτικοι οι καμινιώτικες τα καμινιώτικα
      γενική των καμινιώτικων των καμινιώτικων των καμινιώτικων
    αιτιατική τους καμινιώτικους τις καμινιώτικες τα καμινιώτικα
     κλητική καμινιώτικοι καμινιώτικες καμινιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμινιώτικος < Καμινιώτ(ης) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.miˈɲo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μι‐νιώ‐τι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

καμινιώτικος, -η, -ο

  • σχετικός με οικισμό με το όνομα Καμίνι ή Καμίνια και τους κατοίκους του

  Μεταφράσεις επεξεργασία