Καμινιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.miˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐μι‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καμινιώτης αρσενικό (θηλυκό Καμινιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται ή κατοικεί σε οικισμό με το όνομα Καμίνι ή Καμίνια
Συγγενικά επεξεργασία
- Καμίνι
- Καμίνια
- καμινιώτικος
- Καμινιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καμινιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καμινιώτης | οι | Καμινιώτηδες |
γενική | του | Καμινιώτη* | των | Καμινιώτηδων |
αιτιατική | τον | Καμινιώτη | τους | Καμινιώτηδες |
κλητική | Καμινιώτη | Καμινιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Καμινιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Καμινιώτης < πατριδωνυμικό Καμινιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καμινιώτης αρσενικό (θηλυκό Καμινιώτη ή Καμινιώτου)