Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμινιασμένος η καμινιασμένη το καμινιασμένο
      γενική του καμινιασμένου της καμινιασμένης του καμινιασμένου
    αιτιατική τον καμινιασμένο την καμινιασμένη το καμινιασμένο
     κλητική καμινιασμένε καμινιασμένη καμινιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμινιασμένοι οι καμινιασμένες τα καμινιασμένα
      γενική των καμινιασμένων των καμινιασμένων των καμινιασμένων
    αιτιατική τους καμινιασμένους τις καμινιασμένες τα καμινιασμένα
     κλητική καμινιασμένοι καμινιασμένες καμινιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

καμινιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία