Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλοσυνηθισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καλοσυνηθισμέν
ος
η
καλοσυνηθισμέν
η
το
καλοσυνηθισμέν
ο
γενική
του
καλοσυνηθισμέν
ου
της
καλοσυνηθισμέν
ης
του
καλοσυνηθισμέν
ου
αιτιατική
τον
καλοσυνηθισμέν
ο
την
καλοσυνηθισμέν
η
το
καλοσυνηθισμέν
ο
κλητική
καλοσυνηθισμέν
ε
καλοσυνηθισμέν
η
καλοσυνηθισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καλοσυνηθισμέν
οι
οι
καλοσυνηθισμέν
ες
τα
καλοσυνηθισμέν
α
γενική
των
καλοσυνηθισμέν
ων
των
καλοσυνηθισμέν
ων
των
καλοσυνηθισμέν
ων
αιτιατική
τους
καλοσυνηθισμέν
ους
τις
καλοσυνηθισμέν
ες
τα
καλοσυνηθισμέν
α
κλητική
καλοσυνηθισμέν
οι
καλοσυνηθισμέν
ες
καλοσυνηθισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καλοσυνηθισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καλοσυνηθίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλοσυνηθισμένος