Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοπόδαρος η καλοπόδαρη το καλοπόδαρο
      γενική του καλοπόδαρου της καλοπόδαρης του καλοπόδαρου
    αιτιατική τον καλοπόδαρο την καλοπόδαρη το καλοπόδαρο
     κλητική καλοπόδαρε καλοπόδαρη καλοπόδαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοπόδαροι οι καλοπόδαρες τα καλοπόδαρα
      γενική των καλοπόδαρων των καλοπόδαρων των καλοπόδαρων
    αιτιατική τους καλοπόδαρους τις καλοπόδαρες τα καλοπόδαρα
     κλητική καλοπόδαροι καλοπόδαρες καλοπόδαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοπόδαρος < καλο- + -πόδαρος

  Επίθετο επεξεργασία

καλοπόδαρος

  1. (για πρόσωπα) γουρλής, γουρλίδικος, τυχερός
  2. (για καταστάσεις) τυχερός, καλότυχος

  Μεταφράσεις επεξεργασία